- μεγαλόψυχοι
- μεγαλόψῡχοι , μεγαλόψυχοςhigh-souledmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
великодоушивъ — (4) пр. То же, что великодоушьныи: Дѣти тамо доблии. великод҃шиви и мт҃ре благородны. бл҃гоплодна˫а прозѩбень˫а. ч(с)тнолюбиви. истиньно подвижници. (μεγαλόψυχοι) ГБ XIV, 133в; поне же по всему великод҃шивъ му(ж) и филосо(ѳ). токъмо аще не бы… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πραισός — Αρχαία πόλη στο ανατολικό άκρο της Κρήτης. Κατελάμβανε την περιοχή που εκτείνεται μεταξύ των δύο βραχιόνων του ποταμού Παντέλη ή Στόμιου (αρχαίου Διδύμου). Ο κεντρικός οικισμός χτίστηκε επάνω σε τρεις λόφους ακροπόλεις και στο μεταξύ τους μικρό… … Dictionary of Greek